τερεβινθίνη

τερεβινθίνη
η скипидар

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τερεβινθίνη" в других словарях:

  • τερεβινθίνη — Bλ. λ. ρετσίνι. * * * η, Ν χημ. ελαιορητίνη που εκρέει είτε αυτόματα είτε, συχνότερα, μετά από εντομή τού κορμού ορισμένων δένδρων, όπως λ.χ. τών κωνοφόρων και τών τερεβενθιδών, κν. ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. terebenthine (<… …   Dictionary of Greek

  • Turpentine — For other uses, see Turpentine (disambiguation). Turpentine (also called spirit of turpentine, oil of turpentine, and wood turpentine) is a fluid obtained by the distillation of resin obtained from trees, mainly pine trees. It is composed of… …   Wikipedia

  • πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… …   Dictionary of Greek

  • τερεβινθικός — ή, ό, Ν [τερέβινθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τερεβινθίνη ή στο τερεβινθέλαιο …   Dictionary of Greek

  • τερεβινθούχος — α, ο, Ν αυτός που περιέχει τερεβινθίνη ή τερεβινθέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερέβινθος «είδος φυτού» + ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • τερμεντίνα — η, Ν η τερεβινθίνη …   Dictionary of Greek

  • βουλοκέρι — Ουσία με τη χαρακτηριστική ιδιότητα της συγκόλλησης στο χαρτί ή σε άλλες επιφάνειες, στις οποίες πέφτει σε παχύρρευστη σταγόνα, και της γρήγορης στερεοποίησης στον αέρα. Το β. είναι ένα υλικό γνωστό από τον Μεσαίωνα, που χάρη στις ιδιότητές του… …   Dictionary of Greek

  • ρητίνες — Οργανικές ουσίες, στερεές ή ημιστερεές, με διάφορη σύνθεση, οι οποίες χαρακτηρίζονται κυρίως από μια τυπική υαλώδη μορφή και συχνά είναι διαφανείς. Οι φυσικές ρ. προέρχονται από τον φυτικό κόσμο και εξάγονται από διάφορα δέντρα μαζί με τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»